- κατεχούσαις
- κατέχωhold fastpres part act fem dat pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπαδεύω — (Α [λαμπάς] 1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῑς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῡς», Διόδ.) 2. μέσ. λαμπαδεύομαι λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία 3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες … Dictionary of Greek